Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Γιώργος Σουρής: Κυβέρνα / Τράπεζαι - Ισθμοί


Γιώργος Σουρής: Κυβέρνα / Τράπεζαι - Ισθμοί

Κυβέρνα
του Γεωργίου Σουρή (1853-1919)


Και τέλος πάντων την αρχή εσκέφθη να αφήσει
ο καπετάν Αλέξανδρος, κι επήγε στο Παλάτι,
μα έτυχε ο Βασιλεύς ολίγο ν΄ αρρωστήσει,
και νάναι για την τύχη του τρεις μέρες στο κρεβάτι.
Και έτσι ο Αλέξανδρος, απ΄ τα ψηλά πεσμένος,
χωρίς να θέλει κυβερνά με το στανιό το γένος.

Κυβέρνα το Ρωμαίικο και ώρα μην τ΄ αφήνεις!
αν έπεσαν επάνω σου σαν λυσσασμένοι σκύλοι,
κι ο Ξενουδάκης χάθηκε και ο Μωραϊτίνης,
ακόμη ας χαμογελούν τα όμορφά σου χείλη.
Ας μη σκεπάσουν σύννεφα πυκνά το κούτελό σου,
και η μαυρίλα ξαστεριά ας φαίνεται εμπρός σου.

Κι ο Βάλτος πάει, χάθηκε, μα και γι΄ αυτό μη σκάνεις,
η λύπη και το σοβαρό σε σένα δεν πηγαίνει,
εσύ ποτέ αγέλαστος στον κόσμο δεν εφάνης,
για σε ειρήνη, πόλεμος, το ίδιο δεν σημαίνει;
Μόνο με γέλιο κυβερνάς ως σήμερα το γένος,
και πάντα δείχνεις με αυτό πως είσαι χορτασμένος.
Σε άφησαν οι Θεσσαλοί κι οι Μπέηδες ακόμα..
Συ μόνος τους εχάρισες ελευθεριάς αέρα,
και όμως οι αχάριστοι πηγαίνουν μ΄ άλλο κόμμα,
και ξένη για γινάτι σου σηκώνουμε παντιέρα.
Σε τούτη την περίσταση εσάστισε ο νους σου,
και έχασες τα νούμερα και τους λογαριασμούς σου.

Αλλ΄ όμως αν σε άφησαν εις του λουτρού τα κρύα,
το ξάστερό σου κούτελο στιγμή ας μη θολώσει,
γιατί και η παγκόσμιος μας λέγει ιστορία,
πως έπαθαν χειρότερα της γης φωστήρες τόσοι.
Πόσοι και πόσοι τρόπαια δεν έκαμαν μεγάλα!
και όμως για ευχαριστώ τους έδωσαν κρεμάλα.

Τι κόσμος ασυνείδητος, αχάριστος και πλάνος!
Οι βασιλιάδες έξαφνα πεθαίνουν πεινασμένοι,
μια νύκτα ψαλιδίζεται αγέρωχος Σουλτάνος,
και μόνο με τον Κότταρη ο Κουμουνδούρος μένει.
Τέτοιος ο κόσμος πάντοτε θα είναι, όπως ήτο,
εκεί που σε πετροβολεί, σε παίρνει με τα ζήτω.

Κυβέρνα το Ρωμαίικο, Αλέξανδρε, ακόμα,
και ας μην έχεις σύμμαχο και φίλο ούτε ένα,
κι ας μένει για χατήρι σου κι ο βασιλιάς στο στρώμα.
Τόσα και τόσα χάσαμε, να χάσουμε και σένα;
Κάτου στου Βάλτου τα χωριά, τα πέντε βιλαέτια
φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, πριν λείψουν τα ρουσφέτια.-

Από το περιοδικό Μη χάνεσαι, τόμος 3, αριθμός 257 (1882), σ. 5
********************************************
Τράπεζαι - Ισθμοί
του Γεωργίου Σουρή (1853-1919)


Εδώ Ισθμοί και Τράπεζαι εκεί Προνομιούχοι,
ιδού καινούρια δόκανα για την καημένη φτώχια!
εις το κυνήγι βγήκανε οι κλεφτοπαραδούχοι,
να μπλέξουν απονήρευτους στα μαγικά των βρόχια.
Κι εις όλους μας υπόσχονται χρυσούς αιώνας πάλι,
δουλειές με φούντες, πρόοδο, παρά με το τσουβάλι.

Μακριά οι απονήρευτοι από τους τραπεζίτας,
κάνουν πως τάχα μετοχές δεν θέλουν να σας δώσουν,
κι έπειτα λεν κρυφά κρυφά στους δούλους των μεσίτας
στο κλεφτο-Χαβιαρόχανο τα φόντα να υψώσουν.
Είναι τεχνίται έμπειροι εις το επάγγελμά των,
κι αν κλέβουν, μην πειράζεσθε, το έχει η δουλειά των.

Πώς θα κερδίσουν και αυτοί να περπατούν χορτάτοι,
νάχουν λακέδες, άλογα, αμάξια με κουδούνια,
να μπαίνει η κυρία των κι η κόρη στο Παλάτι;
πρέπει διπλά στα είκοσι να πάρουν μιλιούνια.
Και αν κλεψιά το κέρδος των ο άπειρος το κρίνει,
αλλά για κέρδος έντιμον το θεωρούν εκείνοι.
Μπορείς να είσαι έμπορος, χωρίς λεπτό να κλέβεις;
μπορείς να δώσεις χρήματα και τόκο να μην πάρεις;
μπορείς σε ζήτημα παρά το δίκιο να γυρεύεις;
θέλεις δεν θέλεις, γίνεσαι ολίγο κατεργάρης.
Έτσι κι αυτοί, αν κάμποσα πουγγιά δεν ελαφρύνουν,
πρέπει ν΄ αλλάξουνε δουλειά, ή ποιηταί να γίνουν.

Αμμέ αυτός ο στρατηγός, που ήλθε εδώ πέρα
για να μας κόψει τον Ισθμό, αλλά με χέρια άδεια,
και όλη μας η υψηλή τον υπεδέχθη σφαίρα
με γέλια, με συμπόσια, χορούς, προπόσεις, χάδια;
Και τούτος δεν σας φαίνεται πως ξέρει τη δουλειά του
καλύτερα και απ΄ αυτούς, που τρέχουνε κοντά του;

Ε! τι να κάμει και ο Τουρ! θέλει κι αυτός να φάγει,
κι αφού με τη στρατηγική δεν μπόρεσε να ζήσει,
μες στης Κορίνθου βούτηξε τα γαλανά πελάγη
με την ελπίδα βέβαια πως κάτι θα κολλήσει.
Και τώρα να του λύσετε, φωνάζει, τα πουγγιά σας,
αλλιώς μονάχος δεν μπορεί να σμίξει τας θαλάσσας.

Λοιπόν σφικτά κρατήσετε την έρημή σας τσέπη,
και έχετε να κάμετε μ΄ ανθρώπους ένα κι ένα,
που τη δουλειά τους έμαθαν να κάνουν όπως πρέπει,
και σαν και σας δεν παίζουνε στης τύχης τα γραμμένα.
Ας βρουν κλειστή την κλειδαριά της φτωχικής σας κάσας,
να δουν και σεις πως ξέρετε λιγάκι τη δουλειά σας.-

Από το περιοδικό Μη χάνεσαι, τόμος 3, αριθμός 286 (1882), σ. 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου